Ο Αριστοτέλης για τον φόβο και το θάρρος

Ποιές είναι οι καταστάσεις που μας εμπνέουν φόβο ή ακόμα καλύτερα θάρρος;

Ο φόβος είναι κάποια λύπη ή ταραχή πού προκαλείται από την αίσθηση κάποιου κακού που επαπειλείται, ενός κακού που μπορεί να μας καταστρέψει ή να μας λύπησει.



Γιατί οι άνθρωποι δεν φοβούνται όλα τα κακά, όπως π.χ. αν θα γίνουμε άδικοι ή βραδείς στη σκέψη, αλλά όσα μπορούν να μας φέρουν μεγάλη λύπη ή καταστροφή, και μάλιστα όταν αυτά δεν βρίσκονται μακριά, αλλά φαίνονται πολύ κοντά, ότι επίκεινται. Γιατί τα πολύ μακρινά δεν τα φοβούνται.

Γιατί όλοι γνωρίζουν ότι θα πεθάνουν, αλλά πιστεύουν ότι ο θάνατος δεν είναι κοντά, γι’ αυτό δεν τους νοιάζει.

Αν λοιπόν αυτός είναι ο φόβος, κατ’ ανάγκη φοβερά είναι όλα αυτά που φαίνονται πως έχουν μεγάλη δύναμη να μας καταστρέψουν ή να μας προξενήσουν βλάβες που θα έχουν ως αποτέλεσμα μεγάλη λύπη.

Γι’ αυτό και οι ενδείξεις αυτών των δυστυχημάτων προξενούν φόβο. Γιατί φαίνεται κοντά αυτό που φοβούμαστε. Γιατί αυτό ακριβώς είναι ο κίνδυνος, ο ερχομός του φοβερού. Και τέτοιες ενδείξεις είναι η έχθρα και η οργή ανθρώπων που έχουν τη δύναμη να κάνουν κάποιο κακό.

Γιατί είναι φανερό ότι θέλουν να το κάνουν, ώστε βρίσκονται κοντά στο να το κάνουν. Τέτοια ένδειξη είναι και η αδικία που έχει δύναμη, γιατί ο άδικος είναι άδικος γιατί προκρίνει την αδικία. Ένδειξη είναι και η αρετή που την έχουν προσβάλει, όταν αποκτά δύναμη.

Γιατί είναι φανερό ότι έχει την προαίρεση πάντοτε να κάνει κακό, όταν προσβάλλεται, αλλά μόνο τώρα έχει τη δύναμη να το πράξει. Ένδειξη είναι και ο φόβος αυτών που μπορούν να κάνουν κάτι. Γιατί κι αυτός κατ’ ανάγκη είναι έτοιμος να μας βλάψει.

Επειδή οι πολλοί είναι κακοί και επιδιώκουν το κέρδος και είναι δειλοί στους κινδύνους, είναι φοβερό να κρέμεσαι από την εξουσία του άλλου, ώστε ένας που έχει διαπράξει έγκλημα, έχει λόγους να φοβάται τούς συνενόχους του μήπως τον καταγγείλουν ή τον εγκαταλείψουν.

Και όσοι έχουν τη δύναμη να αδικούν εμπνέουν το φόβο σε αυτούς που μπορούν να αδικούνται χωρίς εκδίκηση. Γιατί οι άνθρωποι ως επί το πλείστον αδικούν, όταν μπορούν. Επίφοβοι είναι και όσοι έχουν αδικηθεί ή νομίζουν ότι αδικούνται. Γιατί πάντα παραφυλάνε την ευκαιρία.

Φοβεροί είναι κι αυτοί που έχουν αδικήσει, αν έχουν δύναμη, γιατί φοβούνται μήπως πάθουν τα ίδια, δεδομένου ότι αυτό, όπως είπαμε, προκαλεί φόβο. Κι όσοι διεκδικούν το ίδιο πράγμα και δεν είναι δυνατό ταυτόχρονα να το έχουν και οι δυο.

Γιατί αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε διαρκή πόλεμο μεταξύ τους. Και όσοι είναι επίφοβοι στους ισχυρότερους από μας, είναι και σε μας επίφοβοι. Γιατί μπορούν περισσότερο να βλάψουν εμάς, αφού μπορούν να βλάψουν τους ισχυρότερους.

Φοβεροί είναι κι αυτοί τους οποίους φοβούνται οι ισχυρότεροι μας, κι αυτό για τον ίδιο λόγο. Κι όσοι έχουν σκοτώσει τους ισχυρότερούς μας. Κι όσοι επιτίθενται εναντίον των ασθενέστερών τους. Γιατί αυτοί ή είναι ήδη επίφοβοι ή θα γίνουν όταν αυξηθεί ή δύναμη τους.

Και από εκείνους πού έχουν αδικηθεί, είτε εχθροί είναι είτε αντίπαλοι, επίφοβοι δεν είναι οι οξύθυμοι και οι ελευθερόστομοι, αλλά οι πράοι και οι είρωνες και οι πανούργοι. Γιατί είναι αβέβαιο αν θα εκδηλωθεί σύντομα η εκδίκησης τους, ώστε ποτέ δεν γνωρίζει κανείς αν βρίσκεται μακριά από αυτήν. Kι όλα τα φοβερά είναι φοβερότερα, αν τα σφάλματά μας δεν είναι δυνατό να τα επανορθώσουμε, αλλά ή είναι εντελώς αδύνατο αυτό το πράγμα ή δεν είναι στο χέρι μας, αλλά στο χέρι των αντιπάλων μας.

Επίσης και εκείνα πού δεν μπορεί κανείς να βοηθήσει ή δεν είναι εύκολο να τα βοηθήσει. Και γενικά, φοβερά είναι όσα γίνονται εις βάρος των άλλων ή μέλλουν να συμβούν και προκαλούν τον οίκτο. Τα φοβερά λοιπόν πράγματα και όσα γενικά φοβούνται οι άνθρωποι, σχεδόν αυτά είναι τα πιο σπουδαία.

Τώρα θα αναπτύξουμε σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι και φοβούνται.

Αν λοιπόν o φόβος προκύπτει από την προσδοκία ότι θα πάθουμε κάποια συμφορά, είναι φανερό ότι κανείς από εκείνους που νομίζουν ότι δεν πρόκειται να πάθουν κανένα κακό, δεν φοβάται. Και δεν φοβούνται ούτε αυτά που δεν νομίζουν ότι δεν πρόκειται να πάθουν, ούτε εκείνους από τούς οποίους δεν νομίζουν ότι θα τα πάθουν, ούτε τότε φοβούνται, όταν δεν νομίζουν ότι πρόκειται να πάθουν τίποτε.

Συνάγεται λοιπόν ότι κατ’ ανάγκη φοβούνται εκείνοι που νομίζουν ότι κάτι θα πάθουν, και τα πρόσωπα από τα όποια φοβούνται ότι θα το πάθουν, και αυτά πού θα πάθουν, και το χρόνο πού θα το πάθουν.

Και δεν πιστεύουν ότι θα πάθουν τίποτε εκείνοι πού βρίσκονται σε μεγάλη ευτυχία ή νομίζουν ότι βρίσκονται σε μεγάλη ευτυχία, για αυτό είναι και αυθάδεις και αλαζονικοί και θρασείς (και τέτοιους κάνει τούς ανθρώπους ο πλούτος, η σωματική δύναμις, οι πολλοί φίλοι, η κοινωνική επιρροή). Επίσης δεν φοβούνται αυτοί που νομίζουν ότι έχουν πάθει ήδη τα πάνδεινα και βλέπουν με ψυχρή αδιαφορία το μέλλον, σαν αυτούς που είναι καταδικασμένοι στο θάνατο από τυμπανισμό. Αλλά πρέπει να υπάρχει κάποια ελπίδα σωτηρίας από την αγωνία τού φόβου. Απόδειξη είναι το γεγονός ότι ο φόβος κάνει τους ανθρώπους να σκέπτονται, γιατί βέβαια κανείς δεν σκέπτεται τα ανέλπιστα.

Ώστε πρέπει ο ρήτωρ να εμβάλλει στους ακροατές του τον φόβο ότι θα πάθουν κάτι, όταν νομίζει ότι είναι καλύτερο να φοβούνται, γιατί σαν άνθρωποι μπορούν να το πάθουν, όταν μάλιστα άλλοι ισχυρότεροι έπαθαν κακό. Και να τούς δείχνει ότι και οι όμοιοί τους υποφέρουν ή έχουν πάθει κακό και από ανθρώπους που δεν τον περίμεναν και μάλιστα τότε που δεν το πίστευαν.

Αφού λοιπόν αποσαφηνίσαμε τι είναι φόβος και ποια πράγματα είναι φοβερά και σε ποιά «ψυχική κατάσταση βρίσκονται οι άνθρωποι που φοβούνται, από όλα αυτά γίνεται φανερό και τι είναι το θάρρος και σε ποια πράγματα οι άνθρωποι είναι θαρραλέοι και σε ποια κατάσταση βρίσκονται και είναι θαρραλέοι.

Γιατί το θάρρος είναι αντίθετο στο φόβο και το θαρραλέο είναι αντίθετο στο φοβερό, έτσι που η ελπίδα για κάτι το σωτήριο συνοδεύεται από μια εντύπωση ότι βρίσκεται πολύ κοντά, κι ότι τα φοβερά ή δεν υπάρχουν ή βρίσκονται μακριά.

Θάρρος εμπνέουν και τα φοβερά όταν βρίσκονται μακριά, και τα θαρραλέα όταν βρίσκονται κοντά. Κι αν η θεραπεία είναι δυνατή, κι όταν προσφέρονται μεγάλες και πολλές βοήθειες ή όταν συντρέχουν και τα δυο μαζί.

Και όταν δεν έχουμε αδικηθεί ή δεν έχουμε αδικήσει, κι όταν δεν υπάρχουν καθόλου αντίπαλοί μας ή δεν έχουν δύναμη ή έχουν δύναμη κι είναι φίλοι μας ή μας έχουν ευεργετήσει ή έχουν ευεργετηθεί από εμας. Ή αν είναι πολλοί αυτοί που έχουν τα ίδια με μας συμφέροντα ή αν είναι ισχυροί ή και τα δυο μαζί. Οι άνθρωποι είναι θαρραλέοι όταν βρίσκονται στην ακόλουθη κατάσταση. Αν πιστεύουμε ότι έχουμε κατορθώσει πολλά και δεν έχουμε πάθει τίποτε ή αν πολλές φορές έχουμε περιέλθει σε πολύ δύσκολη κατάσταση και διαφύγαμε τον κίνδυνο. Γιατί οι άνθρωποι με δυο τρόπους δεν προσβάλλονται από το φόβο ή γιατί δεν τον δοκίμασαν ή γιατί έχουν πάντα κάποια βοήθεια.

Το πράγμα μοιάζει με τους κινδύνους της θάλασσας. Εκεί, όσοι δεν δοκίμασαν φουρτούνα, έχουν εμπιστοσύνη στο μέλλον, έχουν βοήθεια, την αποτελεσματικότητα της οποίας έχουν δοκιμάσει ήδη.

Και όταν κάτι δεν προξενεί φόβο στους όμοιούς μας ούτε στους κατωτέρους μας ούτε σε κείνους που νομίζουμε πως είμαστε καλύτεροί τους. Και νομίζουμε ότι είμαστε ανώτεροι από εκείνους τους οποίους έχουμε νικήσει ή από τους ίδιους ή από τους ανωτέρους τους ή από τους όμοιους με αυτούς. Και αν νομίζουν ότι έχουν περισσότερα και σπουδαιότερα πλεονεκτήματα, και με την υπεροχή τους αυτή προκαλούν το φόβο. Αυτά είναι το πλήθος των χρημάτων, ή σωματική ρώμη, οι φίλοι, οι γαίες, οι πολεμικοί εξοπλισμοί ή οι πλήρεις ή οι μεγαλύτεροι. Και αν δεν έχουμε αδικήσει ή κανέναν ή όχι πολλούς ή όχι τέτοιους που μας εμπνέουν φόβο.

Και γενικά, αν τα πάμε καλά με τούς θεούς και ως προς τα άλλα και ως προς τους οιωνούς και τους χρησμούς. Γιατί η οργή εμπνέει θάρρος και εκείνο που προκαλεί την οργή δεν είναι το να αδικούμε αλλά το να αδικούμαστε, και γενικά πιστεύεται ότι ο θεός βοηθάει τους αδικημένους.

Τέλος νοιώθουμε θάρρος, όταν επιχειρούμε κάτι και φανταζόμαστε ότι δεν θα πάθουμε τίποτε και θα τα καταφέρουμε ως το τέλος.

Αρκετά λοιπόν γι’ αυτά που εμπνέουν το φόβο και το θάρρος.



Αριστοτέλους – Ρητορική 1381~1385