ΚΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΡΕΑ

Ο Κρόνος διαδέχτηκε στην εξουσία τον Ουρανό. Χρειαζόταν όμως και μια γυναίκα για να τον συντροφεύει και να τον βοηθάει στο δύσκολο έργο του. Ερωτεύτηκε λοιπόν την αδερφή του Ρέα, που ήταν και η πιο αγαπημένη κόρη της Γης. Είδε την ψηλή κορμοστασιά της, το κατάλευκο δέρμα της και τα μακριά μαλλιά της και μαγεύτηκε.



Η Ρέα, εκτός από την ομορφιά της, είχε καλό χαρακτήρα. Της άρεσε όμως να κάνει συντροφιά με τις αδερφές της και να περιποιείται τη μητέρα της. Γι' αυτό δεν ήθελε να παντρευτεί τον Κρόνο. Μάταια αυτός της υποσχόταν αιώνια πίστη και οι υπόλοιπες Τιτανίδες προσπαθούσαν να την πείσουν να δεχτεί. Η Ρέα δεν ήθελε να χάσει την κοριτσίστικη ευτυχία της τόσο γρήγορα· ήθελε να χαρεί το φως της Ημέρας που στερήθηκε τόσα χρόνια εξαιτίας του σκληρόκαρδου πατέρα της.

Η Γη όμως που έβλεπε πόσο λυπημένος και μόνος ήταν ο αγαπημένος της γιος, του υποσχέθηκε ότι σύντομα θα έκανε δική του τη Ρέα. Αυτός πέταξε από τη χαρά του και φίλησε με σεβασμό το χέρι της γριάς μητέρας του. Η Γαία λοιπόν κάλεσε την κόρη της και αγκαλιάζοντάς την, της είπε ότι ήτανε γραφτό να παντρευτεί τον Κρόνο και να γίνει δίπλα του η πρώτη από τις Τιτανίδες, η βασίλισσα του Κόσμου. Η Ρέα που πάντα άκουγε τις συμβουλές της, με δάκρυα στα μάτια δέχτηκε να παντρευτεί.

Ο γάμος ήταν πράγματι θεϊκός. Ο Κρόνος έλαμπε από χαρά δίπλα στην πεντάμορφη Ρέα. Οι Τιτάνες και οι Τιτανίδες τους έφεραν πολύτιμα δώρα. Η Γη ήταν συγκινημένη που έβλεπε τον πιο γενναίο και αποφασιστικό γιο της να παντρεύεται την αγαπημένη της κόρη. Ακολούθησε γλέντι που κράτησε μερόνυχτα ολόκληρα και συμμετείχε ολόκληρη η πλάση. Μονάχα ο Ουρανός κοίταζε θυμωμένος από ψηλά το νιόπαντρο ζευγάρι, αλλά και όλα τα υπόλοιπα παιδιά του που ξέφυγαν από τη φυλακή όπου τα είχε ρίξει. Στο βάθος όμως ήξερε ότι και ο Κρόνος θα πάθαινε κάποτε τα ίδια από κάποιο παιδί του.

Έτσι, ο Κρόνος και η Ρέα ζούσαν ευτυχισμένοι και αγαπημένοι περνώντας αρμονικά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους έξω από τα Τάρταρα. Κυβερνούσαν με φρόνηση ολόκληρο το σύμπαν και γιόρταζαν με μεγάλα γλέντια την επέτειο της απελευθέρωσής τους μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια τους. Κάποια μέρα η Ρέα ανακοίνωσε πανευτυχής στον Κρόνο ότι περίμενε το πρώτο της παιδί και έτρεξε χαρούμενη να το πει στις αδερφές της και στη μητέρα της. Μόλις άκουσε το νέο ο Κρόνος, αμέσως ήρθε στο μυαλό του η τρομερή εικόνα του πληγωμένου Ουρανού και θυμήθηκε το φοβερό χρησμό που του είπε ο πατέρας του πριν απομακρυνθεί για πάντα ψηλά στον ουράνιο θόλο: "Κάποτε θα πάθεις και εσύ το ίδιο από το παιδί σου". Μαύρες σκέψεις άρχισαν να κυριεύουν το μυαλό του. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει ούτε λεπτό και γι' αυτό έτρεξε στη σεβαστή Γαία για να επιβεβαιώσει το χρησμό. Δυστυχώς όμως κι αυτή, η οποία είχε μαντικές ικανότητες, του είπε ότι ήταν γραφτό να χάσει την κοσμική εξουσία από κάποιο παιδί του.

Από εκείνη τη στιγμή ο Κρόνος έγινε τελείως διαφορετικός. Ήταν διαρκώς νευριασμένος και σκυθρωπός. Δεν έλεγε γλυκόλογα, ούτε περιποιόταν τη Ρέα όπως άλλοτε. Μα το χειρότερο ήταν πως δεν μπορούσε να κλείσει μάτι από τη στενοχώρια του. Η Μέρα διαδεχόταν τη Νύχτα, μα έβρισκε πάντα τον Κρόνο ξύπνιο και ανήσυχο.

Η Ρέα δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτή την κατάσταση, αλλά έπλεε σε πελάγη ευτυχίας γιατί περίμενε το πρώτο της παιδί.

Και να που σε λίγο την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Βογκούσε και έσκουζε από τους πόνους και οι φωνές της ανατάραζαν ολόκληρο το σύμπαν. Ο Κρόνος ήταν πολύ ανήσυχος, μα όχι από συμπόνια για τη γυναίκα του αλλά από στενοχώρια για το μέλλον του θρόνου του. Πλάι στη Ρέα έτρεξαν οι αδερφές της και η μάνα της που είχε γεννήσει μόνη της τόσα παιδιά και ήταν η πιο έμπειρη απ' όλες. Έτσι, με τις φροντίδες της Γης, η Ρέα γέννησε την πρωτότοκη κόρης της, την Ήρα, που ήταν γραφτό να γίνει η πρώτη θεά ανάμεσα στις Ολύμπιες.

Η Ήρα ήταν όμορφη και χαριτωμένη, μεγάλωσε γρήγορα και έπαιζε όλη μέρα με τις ξαδέρφες της, τις Ωκεανίδες. Ήταν το καμάρι της Ρέας και η αδυναμία της γιαγιάς της. Ευτυχισμένη κυκλοφορούσε ανάμεσα στους τεράστιους Τιτάνες. Ο Κρόνος δεν την έβλεπε με καλό μάτι, μα για να μη βάλει σε ανησυχίες τη γυναίκα του, κάθε φορά που τον πλησίαζε η Ήρα της χαμογελούσε και έπαιζε μαζί της. Αυτό όμως που σκεφτόταν όλη μέρα και όλη νύχτα ήταν πώς θα έβρισκε έναν τρόπο να εξαφανίσει την κόρη του. Έπρεπε να φανεί προσεχτικός για να μην πάθει καμιά συμφορά όπως ο πατέρας του. Τα ζοφερά Τάρταρα επομένως δεν ήταν η καλύτερη λύση για το πρόβλημά του.

Μια μέρα είδε την Ήρα μόνη της να παίζει κρυφτό με τα σύννεφα. Γύρισε προσεκτικά το κεφάλι του για να δει μήπως ήταν κάποιος κοντά. Μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν τον έβλεπε κανένας, άρπαξε την κόρη του και πριν καλά καλά η μικρή προλάβει ν' αντιδράσει άνοιξε το τεράστιο στόμα του και την κατάπιε. Η Ήρα χωρίς να συνειδητοποιήσει τι της είχε συμβεί, βρέθηκε φυλακισμένη στο τεράστιο στομάχι του πατέρα της. Σε λίγο άρχισε να κλαίει και να οδύρεται· του κάκου όμως, κανένας δεν μπορούσε να την ακούσει.

Μόλις έπεσε η νύχτα, η Ρέα άρχισε να ανησυχεί· ποτέ η Ήρα δεν είχε αργήσει τόσο πολύ. Άρχισε λοιπόν να ψάχνει παντού την κόρη της. Έψαξε καλά μέσα σε όλα τα σύννεφα, κοίταξε μέσα στα δάση μήπως και η μικρή θεά είχε αποκοιμηθεί κουρασμένη από το πολύωρο παιχνίδι. Ρωτούσε τις Ωκεανίδες και τους Τιτάνες μήπως την είχαν δει. Όλα μάταια, κανένας δεν ήξερε τίποτα για την Ήρα. Η Ρέα άρχισε να κλαίει, αλλά συνέχισε το ψάξιμο και μαζί της άρχισαν να φωνάζουν τη μικρή όλες οι Τιτανίδες. Πέρασαν μέρες και νύχτες, η θεϊκή μάνα γύρισε πάνω κάτω τον ουρανό και τη γη, μα χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά απογοητευμένη έτρεξε στη μητέρα της που τα γνώριζε όλα να ρωτήσει για την τύχη της κόρης της. Η Γη με πόνο πολύ της αποκάλυψε την τρομερή αλήθεια.

Όταν το άκουσε η Ρέα, έγινε έξαλλη και έτρεξε οργισμένη στον Κρόνο. Του φώναζε και τον χτυπούσε για να αφήσει ελεύθερη την Ήρα. Αυτός όμως αρκετά απαθής, της είπε πως ό,τι έγινε πια δεν μπορούσε ν' αλλάξει και κανένας δε θα έβγαζε την Ήρα μέσα από το στομάχι του. Η Ρέα έβαλε τα κλάματα, άρχισε να χτυπιέται και να τραβάει τα μαλλιά της, τον θερμοπαρακαλούσε και τον ικέτευε. Μάταια όμως, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τον μεταπείσει.

Σε λίγο καιρό η Ρέα ένιωσε πάλι κάτι να σαλεύει στα σπλάχνα της. Τη χαρά της όμως την έπνιγε ο φόβος για την τύχη του νέου της παιδιού. Έτσι, σκαρφίστηκε ένα σχέδιο. Όταν ήρθε η ώρα της γέννας μάζεψε μαύρα, πυκνά σύννεφα κι εκεί μέσα μαζί με τις δυο φρόνιμες αδερφές της, τη Μνημοσύνη και τη Θέμιδα, περίμενε να φέρει το νέο της καρπό.Πράγματι, χωρίς πολλές ταλαιπωρίες, ξεπετάχτηκε ένα ακόμη χαριτωμένο κοριτσάκι, η Εστία. Το νεογέννητο όμως άρχισε να κλαίει, όπως ήταν φυσικό. Το θεϊκό του κλάμα έφτασε στ' αυτιά του Κρόνου που πετάχτηκε αμέσως από το θρόνο του. Έτρεξε και βρήκε τη Ρέα ιδρωμένη και κατάκοπη να κρατά σφιχτά στον κόρφο της το βρέφος. Με χείλη που έτρεμαν και μάτια δακρυσμένα κοίταζε ικετευτικά τον παντοδύναμο άντρα της. Ο Κρόνος άρπαξε με θυμό τη μικρή Εστία και μονομιάς την έβαλε στο τεράστιο στόμα του και την κατάπιε. Μετά είπε απειλητικά στη Ρέα:

- Ξέρε το ότι δεν έχω σκοπό να παραδώσω τόσο εύκολα το θρόνο μου· κι εσύ σαν γυναίκα μου πρέπει να με βοηθήσεις και να μου παρασταθείς. Γι' αυτό άλλη φορά, εσύ η ίδια μόλις γεννάς τα παιδιά μου θα μου τα παραδίδεις.

Έπειτα γύρισε πάλι στο παλάτι του και κοιμήθηκε ήσυχος που για λίγο καιρό δε θα είχε την έγνοια της γέννας.

Η Ρέα απελπισμένη σχεδόν το πήρε απόφαση ότι με τέτοιο σκληρόκαρδο άντρα δεν πρόκειται να χαρεί κανένα παιδί της. Τα έβαζε μάλιστα με τις αδερφές της και με τη μάνα της που την πίεζαν, όταν ήταν κοπέλα ακόμη, να πάρει για άντρα της αυτόν τον απαίσιο παιδοφάγο. Έτσι όταν γέννησε μετά από καιρό την καρπερή Δήμητρα, παρέδωσε με τα ίδια της τα χέρια το σπαργανωμένο βρέφος στο σκληρό Κρόνο. Αυτός έκανε μια χαψιά την κόρη του και ευχαριστημένος που η Ρέα αυτή τη φορά δε σκαρφίστηκε κανένα κόλπο, χάιδεψε τα μακριά άσπρα γένια του και ήσυχος συνέχισε το έργο του. Τα παιδιά βέβαια του Κρόνου και της Ρέας ήταν αθάνατα όπως και οι γονείς τους. Έτσι συνέχιζαν να ζούνε μέσα στην ιδιόμορφη φυλακή τους, το τεράστιο στομάχι του πατέρα τους. Η Ήρα μάλιστα που ήταν μεγαλύτερη απ' όλες τις κόρες και πρόλαβε να ζήσει μερικά χρόνια έξω από το παράξενο κελί της, ανέλαβε να φροντίζει τις νεογέννητες αδερφές της και τις μεγάλωσε η ίδια. Όταν άρχισαν να καταλαβαίνουν, τους εξήγησε ποια ήταν η συμφορά που περνούσαν όλες μαζί κι άρχισαν κι αυτές να νιώθουν απεριόριστο μίσος για τον πατέρα τους.

Σε λίγο καιρό πλάι στις αδερφές προσγειώθηκε ένα ακόμη βρέφος. Ήταν ο θαλασσοσείστης Ποσειδώνας. Και να πώς είχαν γίνει τα πράγματα:

Η Ρέα ήταν έτοιμη να γεννήσει. Αυτή τη φορά ο Κρόνος ήταν περισσότερο ανήσυχος από ποτέ. Κάτι του έλεγε μέσα του πως μετά από τόσα θηλυκά η Ρέα θα του έκανε γιο και ο τρόμος του ήταν μεγαλύτερος.

Πράγματι, η Ρέα γέννησε τον Ποσειδώνα. Αυτή θέλοντας να ξεγελάσει τον εαυτό της πίστευε πως ο Κρόνος όταν έβλεπε τον όμορφο γιο του θα άλλαζε γνώμη και θα τον άφηνε να ζήσει.

Συνέβη όμως το αντίθετο. Μόλις ο Κρόνος είδε αρσενικό παιδί, το άρπαξε με λύσσα και το κατάπιε αμέσως, πριν προλάβει καν ν' ανοίξει τα μάτια του. Γιατί φυσικά ένας γιος ήταν πολύ πιο επικίνδυνος και είχε μεγάλες πιθανότητες να του πάρει το θρόνο. Την ίδια τύχη είχε και ο μελαμψός Πλούτωνας. Η Ρέα με τα ίδια της τα χέρια παρέδωσε απαρηγόρητη το μαυρομάτη γιο της στον τρομερό παιδοφάγο. Ο Κρόνος, ικανοποιημένος από τη γυναίκα του, κατάπιε μονομιάς κι αυτό το μαυριδερό βρέφος χωρίς πολλές κουβέντες.

Η πληγωμένη μάνα όμως δεν μπορούσε να πάρει απόφαση το φοβερό της μαρτύριο. Μόλις κατάλαβε τη νέα της εγκυμοσύνη, έτρεξε στη γερόντισσα Γαία. Εκεί ξέσπασε σε αναφιλητά και φιλώντας τα χέρια και τα πόδια της Παγκόσμιας Μητέρας ζητούσε τη βοήθειά της. Η Γη θυμήθηκε τα δικά της βάσανα όταν ο τρομερός Ουρανός φυλάκιζε το ένα πίσω από τ' άλλο τα παιδιά της στα σκοτεινά Τάρταρα. Ένιωθε καλά την αγανάκτηση και το παράπονο της κόρης της. Τη συμβούλεψε λοιπόν να ζητήσει χρησμό από τον πατέρα της. Η Ρέα ταράχτηκε μόλις το άκουσε, γιατί ήξερε ποια ήταν τα αισθήματα του Ουρανού για όλους τους Τιτάνες και τις Τιτανίδες. Καθώς όμως ένιωθε να μεγαλώνει στα σπλάχνα της το νέο βρέφος, πήρε την απόφαση.

Εννιά ολόκληρες μέρες ταξίδευε πάνω σ' ένα παχύ σύννεφο για να φτάσει στα μέρη του Αιθέρα, εκεί όπου ήταν χτισμένο το παλάτι του Ουρανού. Μόλις αντίκρισε το γέροντα πατέρα της, έπεσε στα γόνατα και του φίλησε τα πόδια και τις άκρες του γαλάζιου χιτώνα του. Με δάκρυα στα μάτια του είπε:

- Παντοδύναμε γεννήτορα, συγχώρα με για όσα δεινά σου προκαλέσαμε εγώ και τα θεϊκά αδέρφια μου. Μα τώρα ξέχασε όσα έγιναν και δώσε μου την ιερή συμβουλή σου για τη συμφορά που με βρήκε. Εσύ που όλα τα βλέπεις από τα αέρινα παλάτια σου, ξέρεις το κακό που μου κάνει τόσα χρόνια ο άντρας μου. Όμως τώρα που πάλι κάτι σαλεύει μέσα στα σπλάχνα μου, πες μου, πάνσοφε πατέρα, πώς θα το γλιτώσω από το μίσος του άκαρδου Κρόνου;

Ο Ουρανός μόλις άκουσε τα λόγια της κόρης του, τη σπλαχνίστηκε. Από την άλλη θυμήθηκε το φοβερό έγκλημα του Κρόνου πριν από πολλούς αιώνες, που έγινε αιτία να χάσει την εξουσία του κόσμου. Έτσι, για να βοηθήσει την κόρη του, αλλά κυρίως για να εκδικηθεί το γιο του, έδωσε τη θεϊκή συμβουλή. Είπε στη Ρέα ότι έπρεπε να πάει να γεννήσει στην Κρήτη και στη συνέχεια να επιστρέψει στον Κρόνο και να προσποιηθεί μια ψεύτικη γέννα. Η Ρέα χαρούμενη, ευχαρίστησε με δάκρυα τον πατέρα της και γύρισε με ήσυχο ταξίδι πίσω στη γη.

Όταν πια έφτασαν οι μέρες να γεννήσει, είπε στον Κρόνο ότι θα πήγαινε ένα ταξίδι στην Κρήτη, στις ανιψιές της, τις Νύμφες της Ίδης, γιατί τις είχε πεθυμήσει και επιπλέον ήθελε να ξεκουραστεί στον καθαρό αέρα. Ο Κρόνος προειδοποίησε τη γυναίκα του να μη σοφιστεί κάποιο καινούριο κόλπο για να σώσει το παιδί της, γιατί αυτή τη φορά η οργή του θα ήταν μεγάλη.

Η Ρέα έφτασε στην Κρήτη. Εκεί τη βοήθησαν οι Νύμφες της Ίδης να γεννήσει τον Δία, το μελλοντικό κυβερνήτη του κόσμου. Οι Κουρήτες και οι Κορύβαντες χτυπώντας δαιμονισμένα τα δόρατά τους πάνω στη γη κάλυψαν το κλάμα του μωρού για να μη φτάσει στ' αυτιά του πατέρα του. Η Ρέα εμπιστεύτηκε το νεογνό στις Νύμφες και επέστρεψε στο παλάτι του Κρόνου. Στο δρόμο βρήκε ένα λιθάρι που είχε το σχήμα μωρού και το πήρε μαζί της. Μόλις έφτασε στο παλάτι προσποιήθηκε ότι την έπιασαν οι πόνοι της γέννας. Βογκούσε και φώναζε για να ξεγελάσει τον Κρόνο που περίμενε να καταπιεί το νιογέννητο παιδί του. Κατόπιν, φάσκιωσε το λιθάρι που είχε βρει και κλαίγοντας σπαραχτικά με ψεύτικα δάκρυα, το έδωσε στο φοβερό σύζυγό της. Αυτός το κατάπιε ανίδεος και άρχισε πάλι ήσυχος να ασχολείται με τις υποθέσεις του κόσμου.

Πέρασαν πολλά χρόνια, ο Δίας στο μεταξύ με τις φροντίδες των Νυμφών θέριεψε και έγινε ένα δυνατό και όμορφο παλικάρι. Η Μήτιδα, η αγαπημένη του Νύμφη, του εξήγησε τίνος γιος ήταν. Τότε ο Δίας έτρεξε στο παλάτι του Κρόνου, του αποκάλυψε την ταυτότητά του και του ζήτησε το θρόνο και το σκήπτρο του. Ο Κρόνος όμως ήταν αποφασισμένος να μην παραδώσει τόσο εύκολα την εξουσία του. Έτσι άρχισε μια πάλη ανάμεσα στον πατέρα και το γιο, που κράτησε χρόνια ολόκληρα. Τελικά ο νεαρός Δίας κατάφερε να νικήσει το γέροντα πατέρα του και τον έδεσε με βαριές αλυσίδες πάνω στο θρόνο του. Μετά τον υποχρέωσε να πιει ένα μαγικό βότανο που του είχε δώσει η Μήτιδα. Αμέσως ο Κρόνος άρχισε να βγάζει από το στόμα του τα παιδιά που είχε καταπιεί. Και πρώτα πρώτα έβγαλε τη φασκιωμένη πέτρα που του είχε δώσει η Ρέα ξεγελώντας τον. Ο Δίας φύλαξε αυτή την πέτρα και αργότερα την τοποθέτησε πάνω στον Παρνασσό, στο ιερό του Πύθωνα που οι αρχαίοι πίστευαν ότι ήταν ο ομφαλός της γης.

Στη συνέχεια βγήκαν ο μελαχρινός Πλάτωνας και ο γαλανομάτης Ποσειδώνας. Κατόπιν ξεπήδησαν από το στόμα του Κρόνου η Δήμητρα, η Εστία και η Ήρα. Μόλις συνήλθαν από την παραζάλη τους και συνήθισαν τα μάτια στο φως της ημέρας, ο Δίας τους εξήγησε τι είχε γίνει. Τα έξι αδέρφια αντάλλαξαν αγκαλιές και φιλιά για πολλές ώρες. Μετά κάθησαν γύρω από τη σεμνή Ρέα, τη μάνα τους, που ξέσπασε σε δάκρυα χαράς. Όλοι μαζί υποσχέθηκαν στον Δία ότι θα τον βοηθούσαν να γίνει ο νέος άρχοντας του κόσμου.