Αρχαία Θήβα


 Η Θήβα (Θηβαι στα αρχαία Ελληνικά) είναι μία πόλη της Βοιωτίας, από τις αρχαιότερες της Ελλάδας.

Χτίστηκε κατά την αρχαιότητα από τον μυθολογικό ήρωα Κάδμο και έχει μεγάλη ιστορική και μυθολογική σημασία. Από τους πιο σημαντικούς Θηβαίους ήταν ο Επαμεινώνδας, μεγάλος αρχαίος στρατηγός που έκανε τη Θήβα ηγεμονεύουσα της Ελλάδας, και ο Πελοπίδας, ο αρχηγός του διάσημου Ιερού Λόχου.

Κατά την αρχαιότητα η ακρόπολη των Θηβών ονομαζόταν "Καδμεία", υποδηλώνοντας έτσι τον ιδρυτή της. Το πληθυντικό του ονόματός της οφείλεται στις περίφημες Δεκατέσσερις πύλες της, που συνδέονται στενά με τον μύθο της Νιόβης.

Θήβαι επίσης, κατά την αρχαιότητα, ονομαζόταν το σημερινό ίσως Κάρνακ της Αιγύπτου. Το όνομά της φέρεται να είναι παραφθορά της αιγυπτιακής λέξης "η πόλη".

 
Μύθος και Ιστορία 
Ωγύγιοι Θήβαι, που σημαίνει πανάρχαιες Θήβες έχουν τις ρίζες τους στην προϊστορική περίοδο που υπήρξε ένδοξος. Το όνομα Ώγυγος που έδιναν στον πρώτο βασιλιά της Θήβας σημαίνει απλώς "ο πολύ παλαιός". Στην ελληνική μυθολογία, (μητέρα της Ιστορίας), εξαιρετικά πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η Βοιωτία και η πρωτεύουσά της η Θήβα. Μέσα στα όριά της στον Παρνασσό, διεσώθη ο Δευκαλίων στην κιβωτό μετά τον κατακλυσμό και ο απόγονός του ο Έλλην είναι ο προπάτοράς μας. Στα ηρωικά χρόνια οι πανελλήνιες εκστρατείες των "Επτά επί Θήβας" και των επιγόνων τους, είχαν ως κέντρο αναφοράς τη Θήβα. Η αργοναυτική εκστρατεία είναι σχεδόν Βοιωτική υπόθεση. Η εκστρατεία κατά της Τροίας οργανώθηκε στη Βοιωτία. Από τη Βοιωτία προέρχονται επίσης σημαντικά άτομα της Ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού όπως ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος και ο Επαμεινώνδας.

Η ίδρυση της Θήβας περιγράφεται από τους γοητευτικότερους μύθους της ελληνικής μυθολογίας. Στα Ομηρικά έπη οι μύθοι την απέδιδαν στους αδελφούς Ζήθο (που έφερνε τις πέτρες) και Αμφίωνα, ο οποίος παίζοντας την λύρα του, τις μάγευε ώστε μετακινήθηκαν μόνες τους και έκτισαν τα περίφημα τείχη της επτάπυλης πόλης. Άλλοι μύθοι απέδιδαν την ίδρυση της πόλης στον Κάδμο, γιο του Αγήνορα βασιλέα της Φοινίκης. Σύμφωνα μ' αυτούς ο Δίας μεταμορφωμένος σε ταύρο έκλεψε την αγαπημένη κόρη του Αγήνορα "Ευρώπη" και ο βασιλέας διέταξε τους γιους του να ψάξουν να την βρουν και να μην επιστρέψουν πίσω, χωρίς αυτήν. Στην αναζήτηση της αδελφής του Ευρώπης, ο Κάδμος ζήτησε τη βοήθεια του Απόλλωνα στο μαντείο των Δελφών. Τότε πήρε την εντολή από τον θεό, να σταματήσει τις αναζητήσεις και να ακολουθήσει την πρώτη δαμάλα που θα συναντήσει. Σε όποιο σημείο γονατίσει η δαμάλα, εκεί να κτίσει μιά πόλη, την Θήβα, στην οποία οι θεοί θα μοίραζαν απλόχερα τις ευλογίες τους. Ακολούθησε την θεϊκή εντολή ο Κάδμος και όταν η δαμάλα γονάτισε σε ένα λόφο της Βοιωτίας, την θυσίασε στους θεούς και αναζήτησε πηγή για να πλυθεί και να κάνει σπονδές. Την πηγή Δίρκη που βρήκε την προστάτευε ένας φοβερός δράκοντας, γιος του θεού Άρη. Με τη βοήθεια της θεάς Αθηνάς σκότωσε τον δράκοντα, πήρε το νερό που χρειαζόταν η νέα πόλη και έσπειρε τα δόντια του δράκου στη Θηβαϊκή γή, απ' όπου ξεφύτρωσαν οι προπάτορες των Θηβαίων οι "Σπαρτοί". Έτσι θαυμαστά, με θεϊκή εντολή κτίστηκε, οχυρώθηκε και κατοικήθηκε η νέα πόλη στο κέντρο της εύφορης πεδιάδας, πλούσιας σε νερά και λίμνες που περιβάλλεται από πανέμορφα και βαθύσκιωτα βουνά, τον Παρνασσό, Ελικώνα, Κιθαιρώνα και άλλα μικρότερα που της χάριζαν υγιεινό κλίμα, στο κέντρο της Ελλάδας κοντά στον Κορινθιακό και Ευβοϊκό κόλπο. Ο Κάδμος δίδαξε στους Έλληνες τα «Φοινίκια» γράμματα το ελληνικό δηλαδή αλφάβητο. Παντρεύτηκε την Αρμονία και στον γάμο τους για πρώτη και μοναδική φορά όλοι οι Ολύμπιοι θεοί κατέβηκαν από τον Όλυμπο και γλέντησαν με το καινούριο ζευγάρι, στο οποίο χάρισαν πλούσια δώρα.

Ο Κάδμος αργότερα τιμωρήθηκε από τον θεό Άρη, επειδή είχε σκοτώσει τον δράκοντα και εξορίστηκε μακριά από τη Θήβα. Πήγε στα μέρη της Ηπείρου, έκτισε μία πόλη την Φοινίκη και ένας από τους απογόνους του ο Ιλλυριός, έγινε ο γενάρχης του έθνους των Ιλλυριών τους οποίους οι σημερινοί Αλβανοί θεωρούν προγόνους τους. Οι απόγονοι του Κάδμου στη Θήβα οι Λαβδακίδες ενέπνευσαν τους τραγικούς της αρχαιότητας, οι οποίοι διέσωσαν στις τραγωδίες την άσχημη μοίρα τους. O Οιδίποδας γιος του Λάιου και της Iοκάστης είναι το πιο σημαντικό πρόσωπο του θηβαϊκού κύκλου.H τραγική του μοίρα τον οδήγησε από την Kόρινθο, όπου μεγάλωσε, υιοθετημένος από βρέφος, στην αυλή του βασιλιά Πολύβιου ή Πόλυβου, στη Θήβα, όπου σκότωσε τον πατέρα του Λάιο, σύμφωνα με το χρησμό της Πυθίας και παντρεύτηκε τη μητέρα του Iοκάστη, αγνοώντας την ταυτότητά του. Πριν είχε σκοτώσει το μυθικό τέρας «Σφίγγα», εξασφαλίζοντας το στέμμα της Θήβας. Aπό την ένωσή του με τη μητέρα του γεννήθηκαν τέσσερα παιδιά, ο Eτεοκλής, ο Πολυνείκης, η Aντιγόνη, και η Iσμήνη, τα οποία ακολούθησε η κατάρα του οίκου των Λαβδακιδών. Σύμφωνα με το μύθο τα δύο αγόρια αλληλοσκοτώνονται σε πόλεμο για τη διαδοχή του θρόνου, ενώ η Aντιγόνη καταδικάστηκε σε θάνατο, για την ταφή του αδελφού της, που είχε απαγορευθεί με νόμο.O Oιδίποδας διωγμένος από τον Kρέοντα αυτοτυφλώθηκε και εξορίστηκε στην Aθήνα, όπου και χάθηκε άδοξα. Στη Θήβα, επίσης γεννήθηκε ο θεός της χαράς, ο Διόνυσος, από την ένωση του Δία με τη βασίλισσα της Θήβας την Σεμέλη.Aπό την Θήβα επίσης καταγόταν ο ημίθεος Hρακλής, γιος του Δία και της Aλκμήνης, που διακρίθηκε για τη γενναιότητα του και τους πασίγνωστους δώδεκα άθλους του.Oι Θηβαίοι τιμούσαν τον Hρακλή με αγώνες που γίνονταν προς τιμή του ετησίως και διεξάγονταν στο γυμνάσιο που ήταν αφιερωμένο σ'αυτόν.

Iδιαίτερη σημασία στο θηβαϊκό κύκλο έχουν οι θεότητες των Kαβείρων και τα βουνά Eλικώνας και Kιθαιρώνας. Oι Kάβειροι ήταν μυστηριώδεις, δευτέρας μορφής, υποχθόνιες θεότητες, ψηλοί υπερφυσικοί εκπρόσωποι της υποχθόνιας φωτιάς και του εγκέλαδου. H θρησκεία τους ήταν τόσο φοβερή που στο άκουσμα της σκορπιζόταν τρόμος.Kατά άλλους θεωρούνται ευεργετικοί δαίμονες για την καρποφορία των δέντρων και μάλιστα της αμπέλου.Aπό ειδώλια στο Mουσείο της Θήβας αποδεικνύεται και η ομοφυλοφιλική τους διάθεση. Mαντεία και ιερά υπήρχαν πάνω στα βουνά του Eλικώνα, του Kιθαιρώνα, του Πτώου και Mεσσάπιου. Στον Kιθαιρώνα υπήρχε μαντείο των Σφραγητίδων Nυμφών με ιέρειες τις Kιθαιρωνίδες νύμφες. Tο μαντείο ήταν κέντρο διονυσιακών τελετών. Eκεί κατοικούσαν οι Eρινύες.Στον Eλικώνα κατοικούσαν οι Nύμφες και οι Μούσες. Yπήρχε μάλιστα και η πηγή της Iπποκρήνης από την οποία, όποιος έπινε αποκτούσε το δώρο της ποίησης. Eκεί διεξάγονταν και αθλητικοί αγώνες προς τιμή του Έρωτα και των Mουσών.Στο Πτώο υπήρχε το περίφημο μαντείου του Πτώου Aπόλλωνα. Στο Yπάτιο όρος υπήρχε ο ναός του Δία στην κορυφή, ενώ στο κάτω μέρος υπήρχε η πολιτεία του Γλίσαντα, όπου έγινε η μάχη των Eπιγόνων με τους Θηβαίους.O πλούσιος μυθολογικός κύκλος, δείχνει ίχνη ζωής, από το 3200 π.X., όταν η Θήβα περνά από την εποχή του κυνηγιού στην εποχή του χαλκού. Ύστερα παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη κατά την Mυκηναϊκή περίοδο (1600 - 1100 π.X.) όταν κτίζονται αποθήκες, εργαστήρια, αρχεία, εντυπωσιακό ανάκτορο, από τα οποία έχουν προκύψει σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Σημαντικότατο θεωρείται το ανευρεθέν αρχείο πινακίδων σε γραμμική γραφή Β΄.

Ιστορικοί χρόνοι 1124 - 490 π.Χ.
Είναι η περίοδος που ξεχωρίζουν οι πόλεις της Θήβας και του Ορχομενού. Από τα Μυκηναϊκά χρόνια στη Βοιωτία κυριαρχούν οι πόλεις των Θηβών και του Ορχομενού, που συνήθως ανταγωνίζονταν. Μετά την αποδυνάμωση όμως του Ορχομενού, λόγω κατάκλισης του Κωπαϊδικού πεδίου, όλες οι Βοιωτικές πόλεις σχημάτισαν το κοινό των Βοιωτών με βουλευτήριο στην Ογχηστό, όπου με δημοκρατικές ψηφοφορίες συναποφάσιζαν τις κοινές τους κινήσεις για το ομαδικό συμφέρον. Εκείνη την περίοδο αναδείχθηκαν σπουδαίοι και επιφανείς άνδρες όπως ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος και η Ταναγραία ποιήτρια Κόριννα. Περσικοί πόλεμοι490 - 431 π.Χ. Οι πληροφορίες για την περίοδο αυτή διεσώθησαν από τους Αθηναίους ιστοριογράφους οι οποίοι με μελανά γράμματα περιγράφουν το «μηδισμό» της Θήβας. Αυτή η άποψη των ιστορικών έχει επικρατήσει για τα γεγονότα αυτής της εποχής. Όταν οι Πέρσες έφθασαν στις Θερμοπύλες, είχαν ήδη συμμαχήσει μαζί τους όλοι οι Έλληνες, από τις πόλεις των οποίων πέρασαν οι ασιάτες εισβολείς. Στα στενά των Θερμοπυλών απέμειναν σε ένα απελπισμένο αγώνα για την διάσωση της τιμής του ελληνισμού οι 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς, η συμμετοχή και ο ρόλος των οποίων συστηματικά και ανέκαθεν υποβαθμίζονταν. Επισημαίνουμε ότι όπως αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας των Αθηνών είναι η Ελευσίνα ή οι Αχαρνές ή το Σούνιο, το ίδιο αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας της Βοιωτίας είναι οι Θεσπιές, απλά η Θήβα ήταν πάντα, με την υποβάθμιση του Ορχομενού, η πρωτεύουσά της. Είναι φανερό λοιπόν ότι η κίνηση των Θεσπιέων δεν είναι αυθαίρετη και ξεκομμένη από τους προβληματισμούς των υπολοίπων Βοιωτών. Εμπρός στον διαφαινόμενο κίνδυνο της συνολικής καταστροφής της Βοιωτίας φαίνεται πιθανότερο ότι επέλεξαν τη Σολομώντια λύση. Ο «μηδισμός» της πρώτης πόλης της Θήβας και ο «Ελληνισμός» της νεότερης και δορυφορικής πόλης των Θεσπιών. Εν πάση περιπτώσει για τη στάση τους αυτή μετά το τέλος του πολέμου τιμωρήθηκαν από τους Έλληνες. Οι Έλληνες απαίτησαν την παράδοση της πόλης. Συνέλαβαν τους προύχοντες και τους σκότωσαν χωρίς δίκη, αποδεικνύοντας ότι ο μηδισμός ήταν έργο των λίγων, που τον επέβαλαν στο λαό. Μετά την μάχη των Πλαταιών οι Θηβαίοι γύρω στα δέκα χρόνια περίπου ήταν υπό τον ζυγό των Αθηναίων. Στα επόμενα χρόνια προσπαθούν να απαλλαγούν από την αθηναϊκή κηδεμονία και συμμαχούν με τους Σπαρτιάτες. Μετά την μάχη της Κορώνειας το 446 π.Χ. η Θήβα αποκτά ιδιαίτερη αίγλη στον ελλαδικό χώρο.

Πελοποννησιακός πόλεμος (431- 404 π.Χ.)
Την περίοδο του πελοποννησιακού πολέμου, που κράτησε 27 χρόνια η Θήβα τάχθηκε με το μέρος της Σπάρτης και παρέμεινε στο πλευρό της, λόγω του φόρου υποταγής που πλήρωναν οι Θηβαίοι στους Αθηναίους. Μετά το τέλος του πολέμου συμμάχησαν με τους Αθηναίους, γιατί δεν είχαν τις απολαβές που περίμεναν, από τους συμμάχους τους νικητές Σπαρτιάτες. Στην αρχή της περιόδου αυτής 404 - 338 π.Χ. οι Θηβαίοι είχαν πολλούς αγώνες ενάντια στους Σπαρτιάτες, αλλά πάντα νικούσαν οι Θηβαίοι. Αποφασιστική ήταν η σύγκρουση των δύο πόλεων στα Λεύκτρα το 371 π.Χ., που κατέληξε σε συντριβή των Σπαρτιατών. Η σημαντική νίκη των Θηβαίων οφειλόταν στη στρατηγική μεγαλοφυΐα του Επαμεινώνδα, που εφάρμοσε με επιτυχία το σύστημα της λοξής φάλαγγας και την ανδρεία του Ιερού Λόχου, που είχε οργανώσει και διοικούσε ο Πελοπίδας. Για εννέα περίπου χρόνια μετά τη μάχη των Λεύκτρων, η Θήβα γίνεται η πρώτη δύναμη στην Ελλάδα. Στη συνέχεια διατηρεί την ηγεμονία της στο χώρο της Βοιωτίας μέχρι την κάθοδο των Μακεδόνων.

Μακεδόνες (338 - 197 π.Χ.) 
Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και τη συντριβή των Βοιωτών και των Αθηναίων από τον Φίλιππο, οι Θηβαίοι έχασαν την ηγεμονία τους στο βοιωτικό χώρο. Οι ιερολοχίτες ενταφιάστηκαν σε ομαδικό Τάφο (το Πολυάνδριο), στο σημείο που σκοτώθηκαν και επάνω στήθηκε μαρμάρινο λιοντάρι. Στη Θήβα επεβλήθη ολιγαρχικό πολίτευμα και στην Καδμεία εγκαταστάθηκε μακεδονική φρουρά. Στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν από την φρουρά οι Θηβαίοι, ηττήθηκαν και ακολούθησε ισοπέδωση της πόλης και εξανδραποδισμός των κατοίκων. Μόνο η οικία του μεγάλου Θηβαίου λυρικού ποιητή Πίνδαρου σώθηκε της καταστροφής, με εντολή του Μ. Αλεξάνδρου. Η πόλη ξαναχτίστηκε το 316 π.Χ. από τον Μακεδόνα βασιλιά Κάσσανδρο.

Ρωμαίοι (197 π.Χ. - 395 μ.Χ.) 
Το 197 π.Χ. η Θήβα με τις άλλες πόλεις της Βοιωτίας αποστάτησε από τους Μακεδόνες και προσχώρησε στους Ρωμαίους. Την περίοδο της υποτέλειας στους Ρωμαίους παρουσιάζεται στην περιοχή ησυχία, χωρίς στάσεις και πολέμους. Το 86 π.Χ., όταν ο βασιλιάς Μιθριδάτης ξεκίνησε πόλεμο κατά των Ρωμαίων σε Ευρώπη και Ασία, η Βοιωτία τάχθηκε με το μέρος του, για να ξαναγυρίσει στους Ρωμαίους, όταν ο Σύλλας εισβάλλει στη Βοιωτία εκ νέου. Στη συνέχεια η Βοιωτία μετατράπηκε σε στάδιο αγώνων των Ρωμαίων, οι οποίοι διεξάγουν πολλούς εμφύλιους πολέμους. Την περίοδο της ρωμαϊκής κατοχής, η Θήβα και η Βοιωτία γενικότερα γνώρισε μεγάλη παρακμή και μαρασμό. Τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο περιηγητής Παυσανίας βρήκε κατοικημένη μόνο την Καδμεία. Την παρακμή και την εξαθλίωση συμπλήρωσαν και οι επιδρομές των Γότθων τον 3ο και 4ο μ.Χ. αιώνα. Ο χριστιανισμός στη Βοιωτία εισήχθη τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Γύρω στο 54 μ.Χ. δίδαξε τον χριστιανισμό ο Παύλος στην Αθήνα. Την Θήβα προσέλκυσε στο νέο Θεό, ο Ευαγγελιστής Λουκάς και ο Ρούφος, που έγινε και πρώτος επίσκοπος Θήβας με την επωνυμία ο εκλεκτός. Ο Ρούφος μαρτύρησε μεταξύ των ετών 54 - 68 μ.Χ.